σμηγματοπώλης

σμηγματοπώλης
ὁ, Α
πωλητής σαπουνιών και άλλων απορρυπαντικών ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆγμα, -ήγματος + -πώλης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”